- κινηματίας
- ο [κίνημα]αυτός που υποκινεί στασιαστικές ενέργειες ή κινήματα ή μετέχει σ' αυτά, στασιαστής («οι κινηματίες τής 21ης Απριλίου»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινηματίας — ο αυτός που υποκινεί σε ανατρεπτικές ενέργειες ή αυτός που μετέχει σε στασιαστικά κινήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαναστάτης — ο θηλ. ισσα και άτρια 1. αυτός που επαναστατεί, που μετέχει σε επανάσταση, στασιαστής, κινηματίας. 2. άνθρωπος με επαναστατικές αρχές, άτομο που έχει ροπή σε ριζικές και βίαιες μεταβολές. 3. μέλος επαναστατικής οργάνωσης. 4. άτομο που ρέπει στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)